- ντάμπι(ν)γκ
- το άκλ. эк демпинг [ν]ταμ(π)λάς ο разг кондрашка, удар;
του ήρθε ντάμπι(ν)γκ — его кондрашка хватила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του ήρθε ντάμπι(ν)γκ — его кондрашка хватила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντάμπι(ν)γκ — το άκλ. 1. (οικον.) εξαγωγή και πώληση εμπορευμάτων σε ξένες χώρες σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές τού εσωτερικού και τις διεθνείς τιμές ή και κάτω τού κόστους, με σκοπό τον παραμερισμό τών ανταγωνιστών 2. ιατρ. σύνδρομο το οποίο κυρίως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα Έκταση: 82.880 τ. χλμ Πληθυσμός: 2.407.460 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άμπου Ντάμπι (398.695 κάτ. το 1995)Κράτος της Αραβικής Χερσονήσου στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα ΝΔ με τη Σαουδική Αραβία … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek